μεταπείσῃ

μεταπείσῃ
μεταπείθω
change a man's persuasion
aor subj mid 2nd sg
μεταπείθω
change a man's persuasion
aor subj act 3rd sg
μεταπείθω
change a man's persuasion
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποτροπή — η (AM ἀποτροπή) [αποτρέπω]. 1. απομάκρυνση κάποιου κακού, παρεμπόδιση, αποσόβηση 2. συγκράτηση, μετάπειση 3. στρατιωτική στρατηγική σύμφωνα με την οποία μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απειλή μιας άμεσης και συντριπτικής… …   Dictionary of Greek

  • απότρεψις — ἀπότρεψις, η (Α) [αποτρέπω] 1. αποσόβηση 2. μετάπειση 3. αποστροφή, απέχθεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”